- χαρτεμπορικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαρτεμπόριο ή στο χαρτέμπορο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτεμπορικός — ή, ό, Ν [χαρτέμπορος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαρτέμπορο ή στο χαρτεμπόριο … Dictionary of Greek